περισπεύδω

περισπεύδω
και περισπένδω, Α
1. καταδιώκω κάποιον από παντού («τοιαίδε αὐτὸν περιέσπευδον [δ. γρφ. περιέσπενδον] ἀραί», Ιώσ.)
2. τρέχω σε αναζήτηση κάποιου πράγματος, επιδιώκω, αναζητώ κάτι («αἶγες περισπεύδουσαι ἀκάνθαις», Άρατ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”